- καρπολόγος
- -ο (Α καρπολόγος, -ον) αυτός που συλλέγει καρπούςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο καρπολόγοςγεωργικό εργαλείο με το οποίο συλλέγονται οι καρποί τών ψηλών δένδρωναρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ καρπολόγοςτίτλος άρχοντος στη Θάσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. ηθο-λόγος, συμφεροντο-λόγος].
Dictionary of Greek. 2013.